μυθιστοριογραφώ

μυθιστοριογραφώ
(ε) 1. μετ. описывать (в романе и т. п,)', 2. αμετ. писать романы, быть романистом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μυθιστοριογραφώ" в других словарях:

  • μυθιστοριογραφώ — έω 1. ασχολούμαι με τη συγγραφή μυθιστορημάτων 2. διασκευάζω πραγματική διήγηση που αφορά σε γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα, παρουσιάζοντάς τα με μυθιστορηματική μορφή («μυθιστοριογραφώ) τη δράση ήρωα τής Επανάστασης τού 1821»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»